χερικό

χερικό
το :

καλό (κακό) χερικό — хорошее (плохое) предзнаменование;

έχει καλό χερικό — у него лёгкая рука;

κάνω χερικό — делать почин;

του βάζω χερικό — а) сделать почин, начать что-л.;

б) добраться до кого-л., до чего-л.

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χερικό" в других словарях:

  • χερικό — το, Ν 1. έναρξη ενέργειας ή έργου («εγώ τού έκανα σήμερα χερικό» εγώ ήμουν ο πρώτος πελάτης) 2. φρ. α) «καλό [ή κακό] χερικό» ευοίωνη [ή δυσοίωνη], γούρικη [ή γρουσούζικη] αρχή β) «βάζω [ή τού βάζω] χερικό» i) αρχίζω να καρπώνομαι, να νέμομαι… …   Dictionary of Greek

  • χερικό — το 1. φρ., «Kάνω χερικό», κάνω την πρώτη αρχή εργασίας, πώλησης κ.ά. 2. φρ., «Έχω καλό (κακό) χερικό», είμαι (ή δεν είμαι) γουρλής. 3. φρ., «Tου βάζω χερικό», αρχίζω να τον κατασπαταλώ, ή αρχίζω να τον δέρνω ή να τον βρίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοπίχερος — και καλοπίχειρος, η, ο (Μ καλοπίχερος, η, ον) 1. αυτός που έχει καλό χερικό, γούρικος, τυχερός, αίσιος 2. αυτός που γίνεται εύκολα νεοελλ. 1. εύπορος 2. φιλήσυχος, ήπιος, μαλακός μσν. 1. κατάλληλος 2. αυτός που έχει ευγενική καταγωγή 3. έντιμος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»